- παρέταξε
- παρατάσσωplaceaor ind act 3rd sgπαρετάζωexamineaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek
Αμούλιο, Αντόνιο — (Antonio Amulio, 16ος αι.). Ενετός δούκας της Κρήτης την περίοδο 1536 38. Μαζί με τον στρατιωτικό αρχηγό Μάρκο Αντόνιο Τριβιζάνο κατάφερε με τέχνασμα να αποκρούσει τον Μπαρμπαρόσα που είχε πολιορκήσει τον Χάνδακα (1537). Ο Α., επειδή δεν είχε… … Dictionary of Greek
Δερβενάκια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 84 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας. μάχη των Δ.Σειρά συγκρούσεων μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Πελοποννήσου με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek
Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… … Dictionary of Greek
παρατάσσω — παρέταξα, παρατάχτηκα, παραταγμένος 1. βάζω στη γραμμή, αραδιάζω: Οι μαθητές παρατάχτηκαν σε δυο γραμμές. 2. μτφ., προβάλλω, παραθέτω, λέω, διατυπώνω: Παρέταξε ένα σωρό επιχειρήματα, για να θεμελιώσει την άποψή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)